ανευρίαστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανευρίαστα < ανευρίαστος +

Επίρρημα[επεξεργασία]

ανευρίαστα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]