ανιχνεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ανιχνεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανιχνεύω
  2. θα ανιχνεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανιχνεύω
  3. να ανιχνεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανιχνεύω