ανιχνεύσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ανιχνεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανιχνεύω
- θα ανιχνεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανιχνεύω
- να ανιχνεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανιχνεύω