ανοσιουργήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ανοσιουργήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανοσιουργώ
- θα ανοσιουργήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανοσιουργώ
- να ανοσιουργήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανοσιουργώ