ανοσοποιήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ανοσοποιήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανοσοποιώ
  2. θα ανοσοποιήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανοσοποιώ