αντέξει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αντέξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντέχω
  2. θα αντέξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντέχω
  3. να αντέξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντέχω