αντέξει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αντέξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντέχω
- θα αντέξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντέχω
- να αντέξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντέχω