ανταποκριθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ανταποκριθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανταποκρίνομαι
  2. θα ανταποκριθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταποκρίνομαι
  3. να ανταποκριθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταποκρίνομαι