αντεπεξέλθει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αντεπεξέλθει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντεπεξέρχομαι
  2. θα αντεπεξέλθει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντεπεξέρχομαι
  3. να αντεπεξέλθει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντεπεξέρχομαι