αντηχήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αντηχήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντηχώ
  2. θα αντηχήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντηχώ
  3. να αντηχήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντηχώ