αντηχήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αντηχήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντηχώ
- θα αντηχήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντηχώ
- να αντηχήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντηχώ