αντικρίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αντικρίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντικρίζω
- θα αντικρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντικρίζω
- να αντικρίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντικρίζω