αντιλαλήσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αντιλαλήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιλαλώ
- θα αντιλαλήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιλαλώ