αντιμιλώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιμιλώ < μεσαιωνική ελληνική αντιμιλώ < αρχαία ελληνική ἀντί + ὁμιλέω / ὁμιλῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]αντιμιλώ
- απαντώ ή εκφράζω αντίρρηση σε κάποιον που μιλά, συχνά ως αντίδραση ή διάλογο
- φέρνω αντιρρήσεις με αυθάδη τρόπο, αυθαδιάζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιμίλημα
- αντιμιλητής
- αντιμιλήτρα
- αντιμιλιά
- → δείτε τις λέξεις αντί και μιλώ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αντιμιλάω - αντιμιλώ | αντιμιλούσα | θα αντιμιλάω - αντιμιλώ | να αντιμιλάω - αντιμιλώ | αντιμιλώντας | |
| β' ενικ. | αντιμιλάς | αντιμιλούσες | θα αντιμιλάς | να αντιμιλάς | αντιμίλα - αντιμίλαγε | |
| γ' ενικ. | αντιμιλάει - αντιμιλά | αντιμιλούσε | θα αντιμιλάει - αντιμιλά | να αντιμιλάει - αντιμιλά | ||
| α' πληθ. | αντιμιλάμε - αντιμιλούμε | αντιμιλούσαμε | θα αντιμιλάμε - αντιμιλούμε | να αντιμιλάμε - αντιμιλούμε | ||
| β' πληθ. | αντιμιλάτε | αντιμιλούσατε | θα αντιμιλάτε | να αντιμιλάτε | αντιμιλάτε | |
| γ' πληθ. | αντιμιλάν(ε) - αντιμιλούν(ε) | αντιμιλούσαν(ε) | θα αντιμιλάν(ε) - αντιμιλούν(ε) | να αντιμιλάν(ε) - αντιμιλούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αντιμίλησα | θα αντιμιλήσω | να αντιμιλήσω | αντιμιλήσει | ||
| β' ενικ. | αντιμίλησες | θα αντιμιλήσεις | να αντιμιλήσεις | αντιμίλα - αντιμίλησε | ||
| γ' ενικ. | αντιμίλησε | θα αντιμιλήσει | να αντιμιλήσει | |||
| α' πληθ. | αντιμιλήσαμε | θα αντιμιλήσουμε | να αντιμιλήσουμε | |||
| β' πληθ. | αντιμιλήσατε | θα αντιμιλήσετε | να αντιμιλήσετε | αντιμιλήστε | ||
| γ' πληθ. | αντιμίλησαν αντιμιλήσαν(ε) |
θα αντιμιλήσουν(ε) | να αντιμιλήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αντιμιλήσει | είχα αντιμιλήσει | θα έχω αντιμιλήσει | να έχω αντιμιλήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αντιμιλήσει | είχες αντιμιλήσει | θα έχεις αντιμιλήσει | να έχεις αντιμιλήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αντιμιλήσει | είχε αντιμιλήσει | θα έχει αντιμιλήσει | να έχει αντιμιλήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αντιμιλήσει | είχαμε αντιμιλήσει | θα έχουμε αντιμιλήσει | να έχουμε αντιμιλήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αντιμιλήσει | είχατε αντιμιλήσει | θα έχετε αντιμιλήσει | να έχετε αντιμιλήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αντιμιλήσει | είχαν αντιμιλήσει | θα έχουν αντιμιλήσει | να έχουν αντιμιλήσει |
| |