Μετάβαση στο περιεχόμενο

αντιμιλώ

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιμιλώ < μεσαιωνική ελληνική αντιμιλώ < αρχαία ελληνική ἀντί + ὁμιλέω / ὁμιλῶ

αντιμιλώ

  1. απαντώ ή εκφράζω αντίρρηση σε κάποιον που μιλά, συχνά ως αντίδραση ή διάλογο
  2. φέρνω αντιρρήσεις με αυθάδη τρόπο, αυθαδιάζω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]