αντιπροσωπεύσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αντιπροσωπεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντιπροσωπεύω
- θα αντιπροσωπεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιπροσωπεύω
- να αντιπροσωπεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιπροσωπεύω