αξιολογήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αξιολογήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αξιολογώ
- θα αξιολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αξιολογώ
- να αξιολογήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αξιολογώ