αξιολογήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αξιολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αξιολογώ
  2. θα αξιολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αξιολογώ
  3. να αξιολογήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αξιολογώ