αξιωθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αξιωθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αξιώνομαι
  2. θα αξιωθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αξιώνομαι