αξιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

αξιώ (el) και αξιώνω

  1. ζητώ επιτακτικά
  2. αναγνωρίζω κάποιον ή κάτι
    • θεωρώ ότι κάτι ισχύει