απέλθει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απέλθει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απέρχομαι
- θα απέλθει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απέρχομαι
- να απέλθει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απέρχομαι