απέλθει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απέλθει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απέρχομαι
  2. θα απέλθει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απέρχομαι
  3. να απέλθει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απέρχομαι