απαθανατίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απαθανατίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απαθανατίζω
- θα απαθανατίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαθανατίζω
- να απαθανατίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαθανατίζω