απαλειπτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απαλειπτικώς < απαλειπτικός + -ώς

Επίρρημα[επεξεργασία]

απαλειπτικώς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]