απαργυρώσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]απαργυρώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαργυρώνω
- θα απαργυρώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαργυρώνω