απαργυρώσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

απαργυρώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαργυρώνω
  2. θα απαργυρώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαργυρώνω