απατήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απατήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απατώ
- θα απατήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απατώ
- να απατήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απατώ