απατήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απατήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απατώ
  2. θα απατήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απατώ
  3. να απατήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απατώ