απαυγάσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απαυγάσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαυγάζω
- θα απαυγάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαυγάζω