απαυδήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

απαυδήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απαυδώ
  2. θα απαυδήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαυδώ
  3. να απαυδήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαυδώ