απεικονίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απεικονίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απεικονίζω
  2. θα απεικονίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απεικονίζω
  3. να απεικονίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απεικονίζω