απεμπολήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απεμπολήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απεμπολώ
  2. θα απεμπολήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απεμπολώ
  3. να απεμπολήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απεμπολώ