αποβιβάσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποβιβάσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποβιβάζω
- θα αποβιβάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποβιβάζω