αποβιομηχανίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αποβιομηχανίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποβιομηχανίζω
  2. θα αποβιομηχανίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποβιομηχανίζω
  3. να αποβιομηχανίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποβιομηχανίζω