απογίνει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απογίνει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απογίνομαι
  2. θα απογίνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απογίνομαι
  3. να απογίνει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απογίνομαι