απογυμνώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απογυμνώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απογυμνώνω
- θα απογυμνώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απογυμνώνω
- να απογυμνώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απογυμνώνω