απογυμνώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απογυμνώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απογυμνώνω
  2. θα απογυμνώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απογυμνώνω
  3. να απογυμνώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απογυμνώνω