αποδημήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αποδημήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποδημώ
  2. θα αποδημήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδημώ
  3. να αποδημήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδημώ