αποδιαρθρώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αποδιαρθρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποδιαρθρώνω
  2. θα αποδιαρθρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδιαρθρώνω
  3. να αποδιαρθρώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδιαρθρώνω