αποζημιώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αποζημιώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποζημιώνω
  2. θα αποζημιώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποζημιώνω
  3. να αποζημιώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποζημιώνω