αποζητήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αποζητήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποζητώ
  2. θα αποζητήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποζητώ
  3. να αποζητήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποζητώ