αποζητήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποζητήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποζητώ
- θα αποζητήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποζητώ
- να αποζητήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποζητώ