αποκριθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αποκριθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκρίνομαι
  2. θα αποκριθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκρίνομαι