απολελέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολελέ < απολύομαι
Επιφώνημα[επεξεργασία]
απολελέ
- (στρατιωτική αργκό) επιφώνημα χαράς από φαντάρο που απολύεται (ή πρόκειται να απολυθεί σύντομα).
- ↪ Απολελέ! Απολελέ! Την κάνω από 'δω! Στραβάδια απολύομαι!
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- απολελέ και τρελελέ: απολύομαι και τρελαίνομαι