απολινώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
απολινώ (el) και απολινώνω (el)
- (ιατρική) δένω αγγείο ή άλλο σωληνοειδές όργανο ή όργανο που εμπεριέχει σωληνοειδή όργανα
- δένω με λινόνημα