απολογηθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απολογηθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απολογούμαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απολογούμαι
  3. θα απολογηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απολογούμαι