απολωλάνετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απολωλάνετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απολωλαίνω
- θα απολωλάνετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απολωλαίνω