απομυζήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

απομυζήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απομυζώ
  2. θα απομυζήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απομυζώ