αποπυρηνικοποιήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αποπυρηνικοποιήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπυρηνικοποιώ
  2. θα αποπυρηνικοποιήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπυρηνικοποιώ