αποσαρώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποσαρώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποσαρώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσαρώνω
- θα αποσαρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσαρώνω