αποσυγχρονίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αποσυγχρονίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποσυγχρονίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσυγχρονίζω
  3. θα αποσυγχρονίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσυγχρονίζω