απόσπερνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόσπερνα < αποσπέρα < μεσαιωνική ελληνική αποσπέρα < από + εσπέρα
Επίρρημα[επεξεργασία]
απόσπερνα
- (λογοτεχνικό) (ιδιωματικό) άλλη μορφή του αποσπέρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εσπέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόσπερνα
|