αρφανέψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αρφανέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αρφανεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρφανεύω
  3. θα αρφανέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρφανεύω