αρύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρύς < αραιός

Επίθετο[επεξεργασία]

αρύς

  1. που εμφανίζει κενά ή διαστήματα, αραιός
    αριά δενδροφύτευση
  2. που γίνεται κατά διαστήματα, σποραδικός
    αριές επισκέψεις
  3. σπάνιος, λιγοστός
    αρείς θαμώνες
  4. υδαρής, νερουλός
  5. λεπτός, αγανός
    αρύ ύφασμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]