αρύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρύς < αραιός
Επίθετο[επεξεργασία]
αρύς
- που εμφανίζει κενά ή διαστήματα, αραιός
- αριά δενδροφύτευση
- που γίνεται κατά διαστήματα, σποραδικός
- αριές επισκέψεις
- σπάνιος, λιγοστός
- αρείς θαμώνες
- υδαρής, νερουλός
- λεπτός, αγανός
- αρύ ύφασμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρύς
|