ασταρώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ασταρώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ασταρώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασταρώνω
- θα ασταρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασταρώνω