αστερώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αστερώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αστερώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αστερώνω
  3. θα αστερώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αστερώνω