αστεϊστείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αστεϊστείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αστεΐζομαι
- θα αστεϊστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αστεΐζομαι