αστεϊστούμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αστεϊστούμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αστεΐζομαι
  2. θα αστεϊστούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αστεΐζομαι