ασχημονήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ασχημονήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασχημονώ
  2. θα ασχημονήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασχημονώ